-
1 зайти
зайти 1) (к кому-л., куда -либо) περνώ, πηγαίνω περνώ από κάπου зайдём на почту πάμε να περάσουμε από το τα χυδρομείο я зайду за вами θα ρθω να σας πάρω 2) (о све тилах ) βασιλεύω солнце за шло ο ήλιος βασίλεψε* * *1) (к кому-л., куда-л.) περνώ, πηγαίνω; περνώ από κάπουзайдём на по́чту — πάμε να περάσουμε από το ταχυδρομείο
я зайду́ за ва́ми — θά ρθω να σας πάρω
2) ( о светилах) βασιλεύωсо́лнце зашло́ — ο ήλιος βασίλεψε
-
2 ты
ты (тебя, тебе, тобой, тобою, о тебе) (ε)σύ; у тебя есть (нет)... έχεις (δεν έχεις)...· для тебя για σένα; это тебе? είναι για σένα; это принадлежит тебе αυτό σου ανήκει; я видел тебя в театре σε είδα στο θέατρο; я доволен тобой είμαι ευχαριστημένος από σένα; я пойду с тобой θα ρθω μαζί σου; мы говорили о тебе για σένα μιλούσαμε* * *(тебя, тебе, тобой, тобою, о тебе)у тебя́ е́сть (нет)... — έχεις (δεν έχεις)…
для тебя́ — για σένα
э́то тебе́? — είναι για σένα
э́то принадлежи́т тебе́ — αυτό σου ανήκει
я ви́дел тебя́ в теа́тре — σε είδα στο θέατρο
я дово́лен тобо́й — είμαι ευχαριστημένος από σένα
я пойду́ с тобо́й — θα ρθω μαζί σου
мы говори́ли о тебе́ — για σένα μιλούσαμε
-
3 хотя
хотясоюз1. ἄν καί, καίτοι, μ' ὅλο πού, μ' ὅλον ὅτι:я приду́ \хотя мне и некогда... ἄν καί δέν ἔχω καιρό ὅμως θά §ρθω...·2. (однако, но) μολονότι· ◊ \хотя бы а) (даже если) καί ἄν ἀκόμα· я сделаю эту работу сегодня, \хотя бы мне пришлось просидеть ночь θά τελειώσω σήμερα αὐτή τή δουλειά ἀκόμα κι ἄν χρειαστεί νά κάτσω ὅλη τήν νύχτα· б) (хорошо бы) τουλάχιστο[ν]:ты \хотя бы пошли погуляла νά πήγαινες τουλάχιστον νά κάνεις περίπατο· \хотя бы по одному́ тому́... ἄν ὄχι γιά τίποτε ἀλλο (τουλάχιστο) ἐπειδή...· это ви́дно \хотя бы из следующего факта αὐτό φαίνεται καί ἀπό τό ἐξής γεγονός. -
4 προφταίνω
προφτάνω (αόρ. (ε)πρόφτασα) 1. μετ., αμετ.1) успевать; приходить вовремя; поспевать (разг); δεν πρόφτασα το τραίνο я не успел к поезду;θα ρθώ άν προφτάσω — приду, если успею;
καλά πού πρόφτασα... хорошо, что я пришёл вовремя;μόλις προφταίνω — едва успеваю;
2) догонять, настигать;τρέξε να τον προφτάσεις — догони его;
2. αμετ. укладываться в срок -
5 сейчас
επιρ. αυτή την ώρα ή τη στιγμή• τώρα (αμέσως)•сейчас приду τώρα θα ρθώ•
вы говорили, что... εσείς τώρα λέγατε ότι...
αμέσως πάραυτα, παρευθύς•я сейчас возвращусь εγώ θα επιστρέψω αμέσως•
сейчас после того, как он приехал αμέσως μετά την άφιξη του.
|| απ εδώ, τώρα•сейчас начинаются поля απ εδώ αρχίζουν τα χωράφια.
|| τώρα μόλις, πριν λίγο, προ λίγου•его сейчас арестовали τώρα μόλις τον έπιασαν.
См. также в других словарях:
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen … Deutsch Wikipedia
Φαληριώτης — ο, θηλ. Φαληριώτισσα, Ν ο κάτοικος τού Φαλήρου ή αυτός που κατάγεται από το Φάληρο («...σουρωμένος θά ρθω πάλι... Φαληριώτισσα γλυκιά...», λαϊκ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φάληρο + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] … Dictionary of Greek
δειλινό — Είδος φυτών του γένους μιράμπιλις, γνωστό με την επιστημονική ονομασία μιράμπιλις γιαλάπα (mirabilis jalapa). Το δ. είναι διακοσμητικό φυτό με ψηλούς βλαστούς και μεγάλα φύλλα σε σχήμα καρδιάς. Φτάνει σε ύψος το 1 μ. και τα αρωματικά άνθη του,… … Dictionary of Greek
εξάπαντος — (Μ ἐξάπαντος) επίρρ. οπωσδήποτε, ασφαλώς, ανυπερθέτως, χωρίς άλλο, το δίχως άλλο («θά ρθω εξάπαντος») μσν. εξολοκλήρου («ἐκράτησεν ἐξάπαντος τοὺς δρόμους τοῡ πελάγου τοῡ νὰ μὴ φέρουσιν ποσῶς σωτάρχισιν στὴν Πόλιν», Χρον. Μορέως) … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
πεταξιά — η, Ν 1. το πέταμα, η ρίψη («τού δωσα μια πεταξιά στα σκουπίδια») 2. η εγκατάλειψη («τα παιδιά του τού δωσαν μια πεταξιά τώρα που γέρασε») 3. η σύντομη επίσκεψη («θά ρθω το απόγευμα μια πεταξιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεταξ τού αορ. πέταξ α τού πετώ + … Dictionary of Greek
σουρώνω — Ν 1. στραγγίζω («σουρώνω τα μακαρόνια») 2. (σχετικά με ύφασμα) σχηματίζω πιέτες, πτυχώνω 3. (αμτβ.) ζαρώνω («σούρωσε το φόρεμα και θέλει σιδέρωμα») 4. μτφ. α) πίνω υπερβολικά, μεθοκοπώ β) εξασθενώ, αδυνατίζω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σουρωμένος, η … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
αδειάζω — άδειασα, αδειάστηκα, αδειασμένος 1. μτβ., κενώνω, χύνω: Άδειασαν το σπίτι για να το ασπρίσουν. – Άδειασε το βαρέλι, γιατί γέμισε. 2. αμτβ., κενώνομαι, ερημώνομαι: Χτες το βράδυ άδειασαν οι δρόμοι. 3. ευκαιρώ: Δεν αδειάζω να ρθω να σε δω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιμεθαύριο — επίρρ. χρον., μια μέρα ύστερα από τη μεθαυριανή: Δεν θα ’ρθω αύριο αλλά αντιμεθαύριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)